- αὐλωνίσκος
- αὐλωνίσκος, ὁ, Dim. of αὐλών, Thphr.HP9.7.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αὐλωνίσκῳ — αὐλωνίσκος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)